υψικογχία

υψικογχία
η, Ν
σχηματισμός τής κόγχης τού οφθαλμού, κατά τον οποίο ο κογχικός δείκτης εμφανίζει μεγαλύτερο το ύψος τού οφθαλμικού κόγχου σε σχέση με την εγκάρσια διάμετρο τής βάσης του, όπως λ.χ. τών Εσκιμώων, τών Μογγόλων κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κόγχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υψίκογχος — η, ο, Ν αυτός που έχει υψικογχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κόγχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”